ἀνεγνωσμένα

ἀνεγνωσμένα
ἀναγιγνώσκω
know well
perf part mp neut nom/voc/acc pl
ἀνεγνωσμένᾱ , ἀναγιγνώσκω
know well
perf part mp fem nom/voc/acc dual
ἀνεγνωσμένᾱ , ἀναγιγνώσκω
know well
perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀνεγνωσμένας — ἀνεγνωσμένᾱς , ἀναγιγνώσκω know well perf part mp fem acc pl ἀνεγνωσμένᾱς , ἀναγιγνώσκω know well perf part mp fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναγιγνώσκω — και αναγινώσκω (Α ἀναγιγνώσκω και ἀναγινώσκω) διαβάζω αρχ. μσν. φοιτώ, σπουδάζω, είμαι μαθητής αρχ. 1. γνωρίζω καλά, με βεβαιότητα 2. αναγνωρίζω 3. παραδέχομαι, ομολογώ ότι κάτι είναι δικό μου 4. πείθω κάποιον να κάνει κάτι 5. (η παθ. μτχ. πρκ.… …   Dictionary of Greek

  • ἀνεγνωσμέναι — ἀναγιγνώσκω know well perf part mp fem nom/voc pl ἀνεγνωσμένᾱͅ , ἀναγιγνώσκω know well perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”